- κυβικῶν
- κυβικόςcubicfem gen plκυβικόςcubicmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβόκυβος — κυβόκυβος, ό (AM) το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, δηλαδή η έκτη δύναμη αρχ. ως επίθ. αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο] … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
εφτακοσάρα — η [εφτακόσιοι] 1. ποσό επτακοσίων μονάδων 2. μηχανή οχήματος (και ειδικά μοτοσυκλέτας) επτακοσίων κυβικών 3. φιάλη που χωρεί επτακόσια γραμμάρια (παλαιότερα: δράμια) υγρού … Dictionary of Greek
κοβαλτίνης — Ορυκτό, θειοαρσενικούχο άλας κοβαλτίου. Ο χημικός του τύπος είναι COAsS και ανήκει στους περίπλοκους θειοαρσενίτες. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και υπάρχει σε μορφή κυβικών κρυστάλλων ή και πιο περίπλοκων σχηματικών συνδυασμών. Το χρώμα του … Dictionary of Greek
κυβοκυβοστός — κυβοκυβοστός, ή, όν (Α) [κυβόκυβος] 1. αυτός που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοκυβοστόν κλάσμα κυβοκύβου, δηλαδή 1/x6 … Dictionary of Greek
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek
μοτοποδήλατο — το τεχνολ. μικρό δίτροχο μεταφορικό μέσο, εφοδιασμένο με μικρό βενζινοκινητήρα, κυβισμού 50 έως 75 κυβικών εκατοστομέτρων, αλλ. μοτοσακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motorbicycle] … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
πεντακοσάρα — η 1. φιάλη νερού, κρασιού ή λαδιού χωρητικότητας πεντακοσίων δραμιών, πεντακοσάρι 2. (ιδιωμ.) μοτοσυκλέτα με κινητήρα 500 κυβικών εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσ ια + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα)] … Dictionary of Greek